Το άρθρο είναι δημοσιευμένο στην εφημερίδα καθημερινή (πηγή άρθρου)
Φωτογραφία © Baγγέλης Ζαβός
Είμαστε κάπου στο 2003 όταν ο κ. Χρυσόστομος Πατσάς βρίσκεται τυχαία στην αμερικανική βάση του Ελληνικού. Κατασκευαστής επίπλων ο ίδιος, δεν έχει άμεση σχέση με τα αυτοκίνητα. Βλέπει ένα παλιό GMC ’41 του αμερικανικού στρατού. Παρόλο που το όχημα βρίσκεται σε άθλια κατάσταση, μόλις γυρίζει τον διακόπτη του, μπαίνει αμέσως σε λειτουργία, ενώ το μεράκι του τεχνίτη τον ωθεί να το πάρει στο εργαστήριό του για πλήρη ανακατασκευή. Μέσα σε λίγους μήνες, το όχημα βρίσκεται στην αρχική του κατάσταση και ο κ. Πατσάς κολλάει το «μικρόβιο» του συλλέκτη, προχωρώντας στην αγορά κλασικών επιβατηγών και στρατιωτικών μοντέλων.
Το εργαστήριό του μετατρέπεται σε ένα μεγάλο γκαράζ. Στα δύο υπόγεια συναντάς αυτοκίνητα όπως το πρώτο Nissan που έφερε η Νικ. Ι. Θεοχαράκης στην Ελλάδα το 1966, μια στρατιωτική Chevrolet οκτακύλινδρη diesel, που έλαβε μέρος στην επιχείρηση «Καταιγίδα της Ερήμου» στο Ιράκ, και ένα τζιπάκι του Βασιλικού Πολεμικού Ναυτικού, σαν εκείνα που βλέπουμε στις παλιές ελληνικές ταινίες.
Το αυτοκίνητο που κέρδισε τον πόλεμο
Όλα τα στρατιωτικά οχήματα της συλλογής έχουν συμμετάσχει σε παρελάσεις, σε εθνικές εορτές, ενώ το όχημα με την πιο σπουδαία ιστορία είναι αναμφίβολα το Dodge Commander με το Νο 4, που συμμετείχε στη θρυλική απόβαση της Νορμανδίας. Πρόκειται για κινητό στρατηγείο, μοντέλο του 1943 και εξοπλισμένο με ό,τι μπορεί να χρειαζόταν ένας στρατηγός, όπως ασυρμάτους, χάρτες κ.λπ. Μάλιστα, το συγκεκριμένο όχημα επισκέφτηκε ξανά τη Νορμανδία το 2004 για τους εορτασμούς της 60ής επετείου της απόβασης, φέροντας στο ταμπλό και τη σχετική ετικέτα.
Στο δεύτερο υπόγειο βρίσκεται το παλαιότερο μοντέλο της συλλογής: μια καλογυαλισμένη Packard του 1928, με μεγάλους χώρους και σαλόνι από μετάξι. Το συγκεκριμένο αυτοκίνητο ανήκε στον Αμερικανό γκάνγκστερ Γκαμπίνο, ενώ ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί τόσο ο άνω των 7.000 κ.εκ. κινητήρας με τους δώδεκα κυλίνδρους εν σειρά όσο και τα φρένα, που λειτουργούν με σύρματα.
Όσο για τον σκελετό της Packard, είναι χειροποίητος και ξύλινος, όπως και εκείνος της βασιλικής Austin Princess του ’58, που δεσπόζει λίγο πιο δίπλα. Στο εσωτερικό της έγιναν πολλές εργασίες ανακατασκευής. Σύμφωνα με την κόρη του συλλέκτη, Χρυσούλα Πατσά, η οποία έχει κληρονομήσει την αγάπη της οικογένειας για τα κλασικά οχήματα, στην ανακατασκευή κάθε αυτοκινήτου συμμετέχουν πολλές ειδικότητες τεχνιτών, όπως φανοποιοί, ταπετσέρηδες, μηχανικοί κ.λπ. Η ανακατασκευή της Princess πήρε πάνω από δύο χρόνια για να ολοκληρωθεί, δεδομένου ότι πρόκειται για διαδικασία που απαιτεί ψάξιμο, ενώ υπάρχουν λίγοι μηχανικοί που έχουν τις απαραίτητες γνώσεις.
Περισσότερες ανακατασκευές, μικρότερη αξία
Πάντως, στον κόσμο των συλλεκτών, ισχύει ο κανόνας «όσο περισσότερη ανακατασκευή υφίσταται ένα αυτοκίνητο, τόσο μειώνεται η αξία του». Έτσι, στον αντίποδα, το όχημα της συλλογής που έχει υποστεί μηδενική ανακατασκευή είναι μια Mercedes Adenauer του 1952, με κινητήρα 3.000 κ.εκ. Πρόκειται για το πολυτιμότερο κομμάτι της συλλογής που βρέθηκε στον πύργο μιας Γερμανίδας υπερήλικης κυρίας, διατηρημένο ακριβώς όπως όταν ήταν σε κυκλοφορία. Το αυτοκίνητο, που παρέμενε σε άριστη κατάσταση, ανήκε στον σύζυγό της, που πλέον δεν ζούσε. Η αξία ενός τέτοιου οχήματος είναι ανεκτίμητη για τους συλλέκτες. Παρ’ όλα αυτά, αν κάποιος ήθελε να το αποκτήσει, η τιμή υπολογίζεται ότι θα προσέγγιζε τα 100.000 ευρώ.
Στον ίδιο όροφο βλέπουμε μια Bentley S1 του ’57. Πρόκειται για το πρώτο μεταπολεμικό μοντέλο της εταιρείας που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1955. Με τη συγκεκριμένη σχεδίαση, η Bentley άφηνε πίσω της οριστικά τις προπολεμικές γραμμές σχεδίασης. Το νέο μοντέλο είχε πιο μακρύ πορτμπαγκάζ και μεγαλύτερο αμάξωμα, στοχεύοντας στην αμερικανική αγορά. Παρόλο που η σχεδίαση του κινητήρα ερχόταν από το 1920, τα 170 χλμ./ώρα που απέδιδε σαν τελική ταχύτητα του έδιναν τον τίτλο του ταχύτερου τετράπορτου αυτοκινήτου μαζικής παραγωγής. Η Bentley S1 του ’57 αγοράστηκε από τον διάσημο Μεξικανό ταυρομάχο και playboy της εποχής, Κάρλος Αρούζα, και παρέμεινε στην κατοχή του έως το 1966, οπότε σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα. Στη συνέχεια, το αυτοκίνητο πέρασε στα χέρια του Αμερικανού μεγαλοεκδότη Ρόμπερτ Πίτερσεν, ιδιοκτήτη του μουσείου αυτοκινήτου Petersen Automotive Museum. Για αρκετά χρόνια αποτέλεσε μέσο των καθημερινών του μετακινήσεων, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν αποσύρθηκε για να γίνει μόνιμο έκθεμα του μουσείου. Το 2005, η διοίκηση του μουσείου αποφάσισε να ανανεώσει τη συλλογή του, βγάζοντας κάποια από τα υπάρχοντα εκθέματα σε πλειστηριασμό. Μαζί τους και η Bentley που αγοράστηκε από έναν γερμανικό οίκο με αυτοκίνητα-αντίκες, πριν καταλήξει οριστικά στα χέρια του Έλληνα συλλέκτη.
Όσο για τους μικρούς φίλους του κλασικού αυτοκινήτου, υπάρχει το μικρό BMW, σύγχρονο πιστό αντίγραφο ενός μοντέλου του 1936. Ο κ. Πάτσας το βρήκε πριν από λίγα χρόνια σε μια έκθεση και το πήρε για τον εγγονό του. Ο κόσμος συγκινείται όταν συναντάει τα οχήματα στον δρόμο και συχνά εντυπωσιάζεται που, έπειτα από τόσα χρόνια, παραμένουν πλήρως λειτουργικά. Αυτή τη στιγμή, η συλλογή του διαθέτει δεκαεπτά στρατιωτικά και οκτώ κλασικά επιβατηγά οχήματα και, παρόλο που συχνά γίνονται αγοραπωλησίες μεταξύ συλλεκτών, ο κ. Πατσάς δεν πουλάει ποτέ τα αριστουργήματά του. Μέχρι στιγμής πραγματοποιεί μόνο αγορές.